γναθμος

γναθμος
    γναθμός
     Hom., Eur. = γνάθος См. γναθος 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γναθμος" в других словарях:

  • γναθμός — γναθμός, ο (Α) σαγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh < *ĝenu «πιγούνι» + επίθημα μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • γναθμός — jaw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖο — γναθμός jaw masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖς — γναθμός jaw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσι — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσιν — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοί — γναθμός jaw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῦ — γναθμός jaw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμούς — γναθμός jaw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶ — γναθμός jaw masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶν — γναθμός jaw masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»